Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Η Χαρά

Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.

Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις.
Η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ' αυτήν εορτάζει μαζί
όλ' η φύσις.

Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων.
Αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
ανακρέων.

Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.

Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον.
Και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.

Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά!
Φευ! Καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;

Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...

Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν.
Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν,
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.

Αττικαί Νύκτες
                                                              

1. Ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία,
ερρέτω μελέτη και πλάτος σπουδής!
Αλήθεια μόνη ―γυνή ευειδής―
τα άλλα, βλακεία.

2. Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη,
χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει,
στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια,
στολίζει και το θάνατο με νιες και παλληκάρια!

3. Άλλα έθνη εν τη ειρήνη ηδυνήθησαν να ετοιμασθώσι και ενοπλισθώσιν· η Ελλάς μόνον εν τοις κινδύνοις και τη επιστάση αμέσω ανάγκη γίνεται κολοσσιαία. Είναι τούτο στέρησις βαθέος νοός, νοός τηλεσκόπου, είναι φύσις νωχελής και απρακτούσα μεθ’ όλας του λογικού τας υπαγορεύσεις;... Η αληθής ζωή παρ’ ημίν είναι μόνος ο ενθουσιασμός!

4. Η νηπιότης... δέλεαρ γλυκύ και πλάνον είναι,
μέλι προσχρίον άνωθεν του βίου τον κρατήρα,
όθεν αντλούνται έπειτα ψεύδη, κλαυθμοί, οδύναι.

5. Τον άγγελον κοιμώμενον, ω μήτερ, μη εγγίζης,
αλλ’ άφες το να κοιμηθή στιγμάς χρυσής γαλήνης.
Αχ! πόσον ανεκτίμητος η ώρα, δεν γνωρίζεις,
όταν κοιμάται το μικρόν εις ύπνον ευφροσύνης!

6. Η μνήμη, μνήμα ανοικτόν, τον νουν οπίσω τρέπει,
η λήθη είναι η ζωή· εμπρός η λήθη βλέπει.

7. Ναι, είναι τάφος της ψυχής το έγκλειστον βιβλίον,
ιδέας, πόθους, ψάλματα του γράψαντος εκάστου
ως κόκκαλα εγκλείον·

8. Τρέχει ο χρόνος· άτεγκτος το παν καταδαμάζει,
και ρίπτει Ναπολέοντας, και έθνη κατατρώγει,
και φθείρει, θάπτει, σφάζει·
πλην γόνυ κλίνει ευσεβές ένθα γραπτοί οι λόγοι.
Δεν φθείρεται, δεν σβήνει
ό,τ’ η ψυχή αθάνατος επί του χάρτου χύνει!

9. Σκηνή απάτης, γόητρον ο κόσμος και η φύσις·
αλλ’ η μαγεία λύεται τον κόσμον αν εγγίσης.
Είναι οι πόθοι του θνητού χρυσά του μύθου μήλα·
τα θίγεις; Καταρρέουσιν ως φθινοπώρου φύλλα.

10. Από της Ανατολής εχύθησαν επί του κόσμου τούτου δύο μέγιστοι χείμαρροι φωτός: ο Ήλιος κι η Ελλάς. Ο είς έδωκε και φέρει το φως εις την γην, εις την ψυχήν ο άλλος.

11. Η εργασία... της ζωής παραμυθία μόνη!
Όταν του κόπου ο ιδρώς το σώμα περιβρέχη,
του βίου άγιον λουτρόν, τον βίον βαλσαμώνει
και λησμονείς οίον η γη μοιραίον δρόμον τρέχει.

12. Ως θερμός εραστής ερωμένην
μετά χρόνον πολύ απαντά,
την Ακρόπολιν εγειρομένην
αναβλέπει καθείς και σκιρτά.

Χιονώδης αυτή και μεγάλη
μειδιά εις τον Φοίβον χυτόν
και φιλούνται ενάμιλλα κάλλη
δύο έργων, Θεού και θνητών.

13. Ό,τι η ψυχή αισθάνεται και βλέπει η καρδία
δεν λέγει η ανθρώπινος και μικρολόγος γλώσσα·
ουδέποτε η γλώσσα μας θα εναρθρώση όσα
καλύπτει η απέραντος του στήθους μας σκοτία.
Είν’ η ψυχή ωκεανός, και εις αυτής τα βάθη
ω! πόσα, πόσ’ ανώνυμα περιδινούνται πάθη!

14. Ο ποιητής αποκαλύπτει νέον και άγνωστον κόσμον. Διά τούτο, αν δεν εννοήται, δίκαιον και ευγενές είναι να μην υβρίζηται. Οι στίχοι της ποιήσεως είναι βόμβαι πυριστεφείς, φερόμεναι εις τοσούτον απώτατα του μέλλοντος σημεία, ώστε πολλάκις μετά αιώνας φθάνει εκεί, οιονεί υποσκάζουσα, η δειλή ανθρωπότης...

15. Ομοιάζουσιν οι ποιηταί πρώτοι την κηρίνην λαμπάδα, ήτις, απαλώς τους άλλους φωτίζουσα, αυτή σκληρώς καίεται και αναλίσκεται...



Σπυρίδων Βασιλειάδης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (Πάτρα, 1845 - Αθήνα, 1877) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε δικηγόρος αλλά αφοσιώθηκε στα γράμματα. Έγραψε πολλά βιβλία ποιήματα και θεατρικά έργα πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού συλλόγου "Παρνασσός". Πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία από φυματίωση.

Συγραφικό έργο

ποήματα:

Εικόνες και κύματα
Έπεα πτερόεντα
Θεατρικά έργα:
Έγαμος ή Αυτόχειρ
Αμάλθεια
Σεμέλη
Γαλάτεια
Σκύλλα
Θάνη Κλεισθένη
Χίμμαιρα
Οι Καλλέργαι -Λουκάς Νοταράς :δραματικά δοκίμια /Σ. Ν. Βασιλειάδη. Δικηγόρου πάρεργα. Εν Αθήναις :Τυπογραφία Δ. Κτενά και Σ. Οικονόμου, 1869[1]

Παραπομπές


Η μοσχομάγκα των Αθηνών

ν μ' στέρησεν μορα πλούτη, δόξα, μεγαλεα,
ν κοιμομαι, σν πουλάκι, σ γωνιας κα σ κλαδιά,
Τν Πατρίδα χω μάννα, νειρό μου τν νδρεία,
Κ' νθυμήσου τι χω δελφό μου τν Γραβι!
      Σν κενος ς πεθάνω,
Κα ς πέσω πληγωμένος στ τραγοδί μου πάνω.

που φόβος, που κρότος, που ταραχ κα μάχη,
κε πρτος, πρτος τρέχω μ σπαθί μου τ φωνή,
Ζωνταν ντάρτου σφαρα, προκηρύξεως τεμάχι,
Κα βουΐζω - Κάτω στις τν Παρτίδα τυραννε! -
      θωνά μου, πο να σαι;
Ες τν Πειραι τ «Ζήτω Πατρίς μου» νθυμεσαι;

Μάννα φο δν χω, μάννα τν Πατρίδα χω μόνη,
Πλούτη, δόξα κα χαρά μου μόνη τν λευθεριά˙
Τίποτε δν θέλω λλο, τίποτε δν μ θαμπώνει,
λλθελα ν εχα μι μητέρα, μι γρά…
      Πά! γι τν λευθερία
Κ' σφυρίχτρα μου ς πάγ, μόνη μου περιουσία!

νθυμομαι τας μέραις πο βρόντα τ κανόνι,
Ες τος δρόμους περπατοσα, πηδητς σ Σατανς,
Κα δν βλεπα κανένα - καθες βαθει τρυπώνει -
Κ' μουν ρχων τς θήνας κα ψυχ τς ρημις.
      Ες τ σπίτι του ποκάτω
Μ' κουεν σκλαβωμένος πλούσιος κα καταρτο.

Δν μ μέλει· ς μο λθ ,τ' μορα χει γράψει·
Ετε νεμος μ πάρ, ετε πέσω πρ Πατρίς,
Δν χηρεύ' σύζυγός μου, τ παιδί μου δν θ κλάψ.
λλ πέρασα κα πάω που πν κ' ο λλοι τρες!
      Θάψετέ μ' κε παρέκει,
Χωρς πλάκα για ν' κούω μουσικ κα τ τουφέκι.

Πέρασαν κεν' ο χρόνοι τς κρυφς συνωμοσίας,
Πο πετοσα σν σπίθα που κόσμος κα καρδι
Μ προκήρυξι στ χέρι, μ τραγούδια νταρσίας,
Κα τος γέρους ξυπνομε τ τρελλ μες παιδιά…
      Αταπάρνησις κα μόνη
Μετ τόσα βάσανά μου σήμερα μ στεφανώνει!

φο γινεν γάμος, κι' γαμβρς κ' νύφη πνε,
Φθάνουν ο παναστάτες, φουκαράδες φοβεροί,
Κι' θεόφοβα γυμνώνουν… Κα πς, ρθανε ν φνε;
Δν τ γνώριζα κα τοτο πλήν μο τπαν ο καιροί.
      Μ' ληθ φιλοπατρία
Δν ζητήσαμ' μες μόνοι μισθούς, θέσεις, πουργεα!

Πλν λλ' μως κα τ θνος νέα κοψε βραβεα,
Δείγματα εγνωμοσύνης ες τ τέκνα του μς,
Κα τ στήθη μας στολίζει… χ! πικρ παρηγορία!
Μς νόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη κα τιμάς.
      Σπόννεκ, Βούλγαρης καλεσαι,
Κα ν τούτοις ες τν κόσμο φουκαρς κα μάγκας εσαι.

δελφέ μου, Βορε, λέγω χθς το φίλου μου Μανώλη,
Στν λλάδα βλέπεις πάλε λθε νέος βασιλης,
Κ' συχία, νόμος, τάξι. Ρόδα γίναν ο διαβόλοι,
Κα μες γκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλις˙
      Κα χωρς παρ στν τσέπη
Ν' ποθάνωμ' π τέλους βλέπω, φίλε, τι πρέπει.

Δι τατα, κα διότι πρέπει λίγο ν φανομε,
πεφάσισα ν γίνω βουλευτς ες τν θήνα.
Πς σο φαίνεται; - Τρομάρα! κα ες λα συμφωνομε.
λλ πές μου, πές μου, φίλε, πς περνς κα π πενα;
      - Μρε πέθανα! - Α, στάσου,
Κα τν πενα, καθς λλοι, κήρυξε ς πρόγραμμά σου.

- Μετανόησα!… Δν θέλω, δν προδίδω τν Πατρίδα!
Κα πετσι τραγδοντες˙ «Ες τ δρόμο, στ κλαδιά,
Τν Πατρίδα χω μάννα, νειρό μου τν λπίδα,
Κα θυμήσου τι χω δελφό μου τν Γραβι!
      Σν κενον ς πεθάνω,
Κα ς πέσω σκοτωμένος στο τραγοδί μου πάνω».

Το σχολείον του χωρίου

                               Ι.
Συναυλία τις μ φθάνει, ρμονία γλυκυτάτη…
Κεφαλς παιδίων βλέπω, βλέπω οκημα σχολείου…
Τς μάξης σου τν δρόμον, γαθέ μου φίλε, κράτει˙
, μαγεύει τν ψυχήν μου τ σχολεον το χωρίου!

Συναισθάνομαι βαθείας κα γλυκείας συγκινήσεις,
ταν βλέπω τ παιδία, τάς πληθύας το σχολείου…
Μ μαγεύωμαι διότι μ' ρχονται α ναμνήσεις
Τς μικρς μου λφαβήτου κα το γνοτάτου βίου;

Εν' ατ κα μόνον; χι· που ν σς διακρίν,
ν μικρά μου μετ πόθου ψυχή μου σς θωπεύ,
Ες χρυσν λπίδων κόσμον μο ατη νθους κλίνει.
Κα δο μν θέα διατ μ μαγεύει.

                             
                               ΙΙ.
Μετ' λίγους τι χρόνους τ πτωχ ατ παιδία
Ες τν δύσζηλον γνα τς ζως θ' ποδυθσι,
λλα θέλει μειλίχως φανίσ' δυστυχία,
λλα θέλει χρυσ μορα κα νεότης στεφανώσει.

Ἐὰν σήμερον τ ράκος κα τ δάκρ' νε στολή των,
Ποος αριον γνωρίζει, κ το κύκλου των ραος
Μ φαν τις αφνης ρως, στρατηγς τν νικήτων,
Δάφνη το μικρο χωρίου, τς λλάδος λης κλέος;

Ποος αριον γνωρίζει κ τς χαρωπς πληθύος,
τις σήμερον εφώνως τακτε, σκιρτ, μανθάνει,
Μ ν αφνης νατείλ νος διάφωτος κα θεος
στρον τς καλς λλάδος, χρυσο μέλλοντος σκαπάνη;

Θάρρος, φίλοι μου˙ κόσμος ενε μορα τν κρειττόνων
Κ' ρχισαν πολλάκις οτοι τν ζωήν των ρακενδύται…
Αριον ο νδρες λοι κλίνουσι δι τν χρόνον
Κ' πατρς ατς γέτας καλε σας. τοιμασθτε!

                               ΙΙΙ.
Θεός γλυκς φρουρός της, Θες ν ελογήσ
Τν καρδίαν, τις λθεν ς γέτης το σχολείου,
Κα φωτίζει τ παιδία κα ς ρνις περιπτύσσει.
- Πς λατρεύει ψυχή μου τ σχολεον το χωρίου!




Η ποίηση

Η ποίηση εκφράζει μια άλλη ζωή βγαλμένη απ’ το άθροισμα των ονείρων: έτσι μπορείς να είσαι πάντα από την άλλη μεριά ο ίδιος

Αυτό δε προσπαθούν να κάνουν όλοι οι Ποιητές; Να ενώσουν τον άνθρωπο με το Όνειρο. Πώς; Με τον διαρκή ψίθυρο που παράγει ο ποιητικός τους πλούτος.

Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη έχει στηθεί σε τόσο γερές βάσεις που στέκει αγέρωχο στο ποιητικό τοπίο. Είναι άφθαρτο και πάντα ευδιάκριτο. Οι αρετές του το κάνουν να ξεπερνά τον χώρο και το χρόνο. Ανυψώνεται και τα «πάνθ’ ορά». Η σκιά του, μεγάλη. Πάνω ακόμη και απ’ τον ήλιο που λάμπει (κι αυτός) μέσα στην ποίησή του.

Ο Ποιητής, με την αυθεντική αθωότητά του, ανασυνθέτει τα σπασμένα των –κατ’ ευφημισμόν- Μεγάλων, δημιουργώντας έτσι μιαν οικεία γειτονιά, ένα είδος καταφυγής, εντός της οποίας έχουν δικαίωμα επιβίβασης / επιβίωσης, ωσάν σε άλλη κιβωτό διάσωσης, όχι ο καθένας, αλλά οι ολίγοι και εκλεκτοί, οι οποίοι με τη δημόσια ευαισθησία και συμπεριφορά τους διασώζουν το Όλον. Εσοδεύεις εκεί, μόνον «εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα».

Έτσι λοιπόν συμπεριφέρεται ο Ποιητής: βιώνει τα μέλλοντα ωσεί διαρκώς παρόντα, τις περιβόητες εμπειρίες των Εσχάτων ή και του Αιώνιου ως τωρινές κι έτσι κατορθώνει να διατηρεί την αναπνοή του ανενόχλητη. Ο Ελύτης αποβλέπει στη μετα-Ιστορία των αισθήσεων και των αισθημάτων, οπότε έτσι κατορθώνει να μην μας απελπίζει, έστω κι αν κλυδωνίζεται τριγύρα μας συθέμελα το Νυν. Ούτως ή άλλως η Ιστορία, αποδεικνύεται εντελώς αναξιόπιστη έως αισχρή δωσίλογη, γι’ αυτό και ο λόγος του ξανακούγεται οξύτερος ολοένα: «Και να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια»

Υπάρχει χρεία Πείσματος έως μανίας σε όλα τα επίπεδα, εν είδει σχεδίας διάσωσης στην αντίπερα όχθη της ζωντάνιας. Τι εισηγείται ο ίδιος ο Ελύτης: «Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρώιμη γυμναστική που πρέπει να την κάνουμε κάθε μέρα, εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων».

Το πείσμα είναι η λογική των αστεριών. Όσο κι αν διανύεις σκοτάδια προσωπικά και κοινωνικά, με την ποίηση μπορείς να είσαι πάντα «από την άλλη μεριά ο ίδιος». Θα είναι άνοιξη του αθέατου ή θεατού Απρίλη ή Φθινόπωρο με βροχή… Μια λύπη λάμπουσα «Το γιασεμί σωπαίνει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος» και τα αστέρια έχουν τη δική τους λογική.

Για τον ποιητή το αλφάβητο είναι μια μορφή «ορθογραφίας», που στη συγκρότησή της συμβάλλουν ετερόκλιτοι παράγοντες, μνήμες μιας μακράς ελληνικής παράδοσης από τις αμμουδιές του Ομήρου μέχρι τη μελαγχολία της Μεγάλης Εβδομάδας, από τους προσωκρατικούς και τα ιπτάμενα κορίτσια από τον Αρχίλοχο έως και τη βυζαντινή εικονογραφία που μεταμορφώνονται υπό την επήρεια του μεταφυσικού φωτός. Το μεγάλο μας κεφάλαιο, η ελληνική γλώσσα, αντηχεί στα χώματα του Αιγαίου. Τα ποιήματα του Ελύτη ενσαρκώνουν μια μυστικιστική ένωση του ποιητικού κόσμου με τον τόπο. Όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής «… το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια…».

«Πάλι» από τον Αντώνη Πυροβολάκη

«Πάλι» από τον Αντώνη Πυροβολάκη

Πάλι νυχτώνει και κάτι λείπει
κι ένα σεντόνι εγκαταλείπει
κάτι από σένα που πια δεν έχω
κάτι από μένα που δεν αντέχω.
Τα περαιτέρω αίματος χνάρια
σ' έρημους δρόμους, τυφλά φανάρια,
σε τροχονόμους θανάτου κλήσεις
λίγο πριν κλείσεις θα αναφέρω.
Παραχαράκτες, σκοτάδια αστράφτουν
στων οριζόντων τα μονοπάτια
για να σκοντάφτουν των επιζώντων
τα γκρίζα μάτια σ’ έναστρες στάχτες.
Πάλι νυχτώνει και στο λυκόφως
φτύνει μαχαίρια της μοναξιά το φοβερό,
γλυκός ο ζόφος,  κι εσύ  μια ντάμα μενεξεδιά
σα γιασεμιά μέσα στο κρύο,
σαν μια ψυχή σε κορμιά δύο, ήμασταν τότες,
με λίγες νότες και λίγες σφαίρες
ξεσπά η καρδιά σε ένα κλάμα θανατερό.
Πάλι νυχτώνει....
Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πληγές Αγάπης

Δέσποινα Σπανού : Πληγές Αγάπης

Δημοσιεύτηκε σε Βιβλίο
Ετικέτες: , ,
Πρώτη εμφάνιση: 28 Σεπτεμβρίου, 2011

Αυτο το φως ,τουτη η φωτια που κατατρωει
τουτο το σταχτι τοπιο που με τυλιγει
τουτος ο πονος για μια και μονη ιδεα,
τουτη η αγωνια του ουρανου , του κοσμου ,της ωρας.

Τουτος ο θρηνος του αιματος
που στολιζει λυρα διχως παλμο πια
φευγαλεο δαυλο
τουτο το βαρος της θαλασσας που με χτυπα
τουτος ο σκορπιος που μου φωλιαζει στο στηθος

Ειναι στεφανι του ερωτα ,κλιναρι πληγωμενου
οπου διχως υπνο ονειρευομαι την παρουσια σου
μεσα στο ρημαδιο του στηθους μου βουλιαγμενο

Και μολο που ψαχνω την καμπυλη της φρονησης
που μου προσφερει η καρδια σου κοιλαδα απλωμενη
με φαρμακι και παθος γνωσης πικρο…
Αυτο το φως ,τουτη η φωτια που κατατρωει
τουτο το σταχτι τοπιο που με τυλιγει
τουτος ο πονος για μια και μονη ιδεα,
τουτη η αγωνια του ουρανου , του κοσμου ,της ωρας.

Τουτος ο θρηνος του αιματος
που στολιζει λυρα διχως παλμο πια
φευγαλεο δαυλο
τουτο το βαρος της θαλασσας που με χτυπα
τουτος ο σκορπιος που μου φωλιαζει στο στηθος

Ειναι στεφανι του ερωτα ,κλιναρι πληγωμενου
οπου διχως υπνο ονειρευομαι την παρουσια σου
μεσα στο ρημαδιο του στηθους μου βουλιαγμενο

Και μολο που ψαχνω την καμπυλη της φρονησης
που μου προσφερει η καρδια σου κοιλαδα απλωμενη
με φαρμακι και παθος γνωσης πικρο… ΛΟΡΚΑ /ΠΛΗΓΕΣ ΑΓΑΠΗΣ

Του έρωτα και του Θανάτου

Του έρωτα και του Θανάτου

Προσοχή: ανοίγει σε νέο παράθυρο. ΕκτύπωσηE-mail
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Στίχοι: Μαρία Μουτσάκη
Ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ενορχήστρωση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στης πικροδάφνης τον ανθό και στις ιτιάς το δάκρυ
που στάζει όλο παράπονο στης ποταμιάς την άκρη,
στου κόρφου σαου τα βότανα και στην ποδιά σου πάνω
έγειρα να αποκοιμηθώ, τον πυρετό να γιάνω.

Έκλεισα τα ματάκια μου κι είδα όνειρο μεγάλο,
πως σε μια αυλή, για χάρη σου, πάλευα με το χάρο.
Και φώναξες σαν σ' έρπαξε και μ' είδες να σαστίζω:
«Μη με φοβάσαι αγάπη μου λιβάνι κι αν μυρίζω,
μόνο σκουλήκι να γενείς, να 'ρθείς να μ' ανταμώσεις,
κρυφά στο σώμα μου να μπεις, γλυκό φιλί να δώσεις.
Ένα φιλί αλλιώτικο που ανάσα δε θα φέρνει
μα μες στης γης τις μυρωδιές τα κάλλη μου θα σπέρνει».

Σκουλήκι γίνηκα κι εγώ κι ήρθα να σ' ανταμώσω,
κρυφά στο σώμα σου να μπω, γλυκά φιλιά να δώσω.
Στο έμπα χίλια σου 'δωκα, στο έβγα δυό χιλιάδες,
γλυκά να λιώσεις, να χυθείς, σαν τις χλωμές λαμπάδες.

Κι εκεί στις γης τις μυρωδιές, στην παιχνιδιάρα σήψη,
ο Έρωτας το Θάνατο μπόρεσε να νικήσει.
Απ' τα φιλιά που χάρισα στα κάλλη του κορμιού σου
λουλούδι φύτρωσε μικρό που πίνει απ' τους χυμούς σου.
Λουλούδι που κι αν μαραθεί τη μυρωδιά δε χάνει
γιατί δακρύζει σαν ιτιά κι ανθεί σαν πικροδάφνη.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: μουσικό κουτί, μπουζουκομάνα, πλήκτρα, κρουστά, organetto
Φώτης Σιώτας: φωνητικά
Σωκράτης Σινόπουλος: πολίτικη λύρα

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Από την Εικονική Πραγματικότητα στην Πραγματική Εικονικότητα

Από την Εικονική Πραγματικότητα στην Πραγματική Εικονικότητα ζωντανο ιστολογιο
jump to navigation

Κοντά σου Μαΐου 18, 2012

Posted by Ζωντανό Ιστολόγιο in : Βίντεο, Σχέσεις , trackback ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Μαρία Πολυδούρη
Φωνή: Σοφία Βόσσου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαληνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ό ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλια σα γέλιο μοιαζει
που αντιφεγγίζουν ματια τρυφερά.
Κ’ αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζε,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρα.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σαν λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.